παραχωρητήριο

παραχωρητήριο
το
έγγραφο που βεβαιώνει την παραχώρηση δικαιώματος ή πράγματος: Η Νομαρχία έστειλε στην Κοινότητα τα παραχωρητήρια των κλήρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραχωρητήριο — το (νομ.) δημόσιο έγγραφο, ιδρυτικό και αποδεικτικό τής παραχώρησης δικαιώματος κυριότητας ή χρήσης ακινήτου τού Δημοσίου σε ιδιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχωρώ + κατάλ. τήριο (πρβλ. δωρη τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. παραχωρητήριον, μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”